κοινομήτωρ

κοινομήτωρ
κοινομήτωρ, -ορος, ό, ἡ (Μ)
αυτός που έχει την ίδια μητέρα με άλλον, ομομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο-μήτωρ, φιλο-μήτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοινομήτωρ — having a common mother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”